κατιοῦσα

κατιοῦσα
κάτειμι
ibo
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
κατίζω
place among the stars
fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατιούσας — κατιούσᾱς , κάτειμι ibo pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) κατιούσᾱς , κάτειμι ibo pres part act fem gen sg (doric) κατιούσᾱς , κατίζω place among the stars fut part act fem acc pl (attic epic doric) κατιούσᾱς , κατίζω place… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… …   Dictionary of Greek

  • быти — (>50000), ѤСМЬ, ѤСТЬ (в соч. с отрицанием не НѢСМЬ, НѢСТЬ); 3 л. мн. ч. СОУТЬ; 3 л. ед. ч. имперфекта БѦШЕ; 3 л. ед. ч. аориста БЫ и БѢ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Существовать; иметься: дъва разбо˫а ѥсте. ѥдинъ иже съвлачить съ оубогааго …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ANTHEMON — Troianus, Simoisii pater. lege Anthemion. Homer. Il. 4. v. 473. Ἔθ᾿ ἔβαλ᾿ Α᾿νθεμίωνος υἱὸν Τελαμώνιος Ἄιας Ἠΐθεον θαλερὸν, Σιμοείσιον, ἵν ποτε μήτηρ Ἴδηθεν κατιοῦσα, παῤ ὄχθῃσιν Σιμόεντος Γείνατ᾿ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

  • κατακροτισμός — ο ανωμαλία τού σφυγμού κατά την οποία σχηματίζονται ένα ή περισσότερα επάρματα στην κατιούσα γραμμή τού σφυγμομετρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. catacrotisme < cata (πρβλ. κατα ) + crotisme < κρότος] …   Dictionary of Greek

  • καταπλοκή — καταπλοκή, ἡ (AM [καταπλέκω] μσν. μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα, ατυχία αρχ. 1. πυκνή, έντονη πλοκή, συμπλοκή 2. μουσ. κατιούσα μελωδική γραμμή …   Dictionary of Greek

  • κατιών — ούσα, όν [κάτειμι] 1. αυτός που κατέρχεται ή φέρεται προς τα κάτω 2. το ουδ. ως ουσ. το κατιόν χημ. α) θετικώς φορτισμένο ιόν το οποίο οδεύει προς την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση ενός διαλύματος β) άτομο ή ομάδα ατόμων τα οποία ύστερα από απώλεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”